Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pitoccherìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pitokkeˈria]

1 επαιτεία
2 πράξη ζητιανιάς
3 ζητιανιά
4 διακονιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pitoccare pitocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pitecantropo (ουσ αρσ )
pitecoide (επίθ.)
pitico (επίθ.)
pitiriasi (θηλ.ουσ)
pitoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pitoccheria (θηλ.ουσ)
pitocco (ουσ αρσ )
pitone (ουσ αρσ )
pitonessa (θηλ.ουσ)
pittare (ρ. μτβ.)
pittima (θηλ.ουσ)
pittografia (θηλ.ουσ)
pittografico (επίθ.)
pittogramma (ουσ αρσ )
pittore (ουσ αρσ )
pittorescamente (επίρ.)
pittoresco (αρσ. επίθ και ουσ)
pittoricismo (ουσ αρσ )
pittoricità (θηλ.ουσ)
pittorico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---