Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pittorésco  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pittoˈresko]

γραφικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pittorescamente pittoricismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pittografia (θηλ.ουσ)
pittografico (επίθ.)
pittogramma (ουσ αρσ )
pittore (ουσ αρσ )
pittorescamente (επίρ.)
pittoresco (αρσ. επίθ και ουσ)
pittoricismo (ουσ αρσ )
pittoricità (θηλ.ουσ)
pittorico (επίθ.)
pittrice (θηλ.ουσ)
pittura (θηλ.ουσ)
pitturare (ρ. μτβ.)
pitturarsi (ρ.μ. (αντων.))
pituita (θηλ.ουσ)
pituitario (επίθ.)
più (ουσ αρσ )
più (επίθ.)
più (πρόθ.)
più (επίρ.)
piuccheperfetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---