Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpitturàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pittuˈrare] 1 (quadri) ζωγραφίζω 2 (muri) βάφω pitturarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [pittuˈrarsi] 1 βάφομαι 2 ψιμυθιώνομαι 3 κάνω μέικ-απ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |