Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piumàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjuˈmajo]

1 πωλητής φτερών
2 φτεράς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piumaggio piumato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piuccheperfetto (ουσ αρσ )
piucchepperfetto (ουσ αρσ )
piuma (ουσ αρσ και θηλ.)
piumaccio (ουσ αρσ )
piumaggio (ουσ αρσ )
piumaio (ουσ αρσ )
piumato (επίθ.)
piumetta (θηλ.ουσ)
piumino (ουσ αρσ )
piumosità (θηλ.ουσ)
piumoso (επίθ.)
piuria (θηλ.ουσ)
piuttosto (επίρ.)
piva (θηλ.ουσ)
pivello (ουσ αρσ )
piviale (ουσ αρσ )
piviere (ουσ αρσ )
pivieressa (θηλ.ουσ)
pivot (ουσ αρσ )
pizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---