Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piumétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjuˈmetta]

1 πρώτο μπουμπουκάκι φυτού
2 πτίλο
3 πτερίδιο
4 πούπουλο
5 χνούδι
6 φτερό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piumato piumino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piuma (ουσ αρσ και θηλ.)
piumaccio (ουσ αρσ )
piumaggio (ουσ αρσ )
piumaio (ουσ αρσ )
piumato (επίθ.)
piumetta (θηλ.ουσ)
piumino (ουσ αρσ )
piumosità (θηλ.ουσ)
piumoso (επίθ.)
piuria (θηλ.ουσ)
piuttosto (επίρ.)
piva (θηλ.ουσ)
pivello (ουσ αρσ )
piviale (ουσ αρσ )
piviere (ουσ αρσ )
pivieressa (θηλ.ουσ)
pivot (ουσ αρσ )
pizia (θηλ.ουσ)
pizio (κύρ.όν. αρσ.)
pizza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---