Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiumétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pjuˈmetta] 1 πρώτο μπουμπουκάκι φυτού 2 πτίλο 3 πτερίδιο 4 πούπουλο 5 χνούδι 6 φτερό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |