Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pivieréssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pivjeˈressa]

χαραδριός με μαύρη κοιλιά squatarola squatarola


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piviere pivot  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piuttosto (επίρ.)
piva (θηλ.ουσ)
pivello (ουσ αρσ )
piviale (ουσ αρσ )
piviere (ουσ αρσ )
pivieressa (θηλ.ουσ)
pivot (ουσ αρσ )
pizia (θηλ.ουσ)
pizio (κύρ.όν. αρσ.)
pizza (θηλ.ουσ)
pizzaiolo (ουσ αρσ )
pizzardone (ουσ αρσ )
pizzeria (θηλ.ουσ)
pizzicagnolo (ουσ αρσ )
pizzicare (ρ.αμτβ.)
pizzicare (ρ. μτβ.)
pizzicata (θηλ.ουσ)
pizzicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pizzicheria (θηλ.ουσ)
pizzichino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---