Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pizzicàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkato]

1 κομμάτι που παίζεται τσιμπητά
2 τσιμπητά (για όργανα με δοξάρι)
3 πιτσικάτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pizzicata pizzicheria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pizzeria (θηλ.ουσ)
pizzicagnolo (ουσ αρσ )
pizzicare (ρ.αμτβ.)
pizzicare (ρ. μτβ.)
pizzicata (θηλ.ουσ)
pizzicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pizzicheria (θηλ.ουσ)
pizzichino (ουσ αρσ )
pizzico (ουσ αρσ )
pizzicore (ουσ αρσ )
pizzicottare (ρ. μτβ.)
pizzicotto (ουσ αρσ )
pizzo (ουσ αρσ )
placabile (επίθ.)
placabilità (θηλ.ουσ)
placare (ρ. μτβ.)
placarsi (ρ.μ. (αντων.))
placca (θηλ.ουσ)
placcaggio (ουσ αρσ )
placcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---