Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


placabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [plakabiliˈta]

ιδιότητα αυτού που μπορεί να κατευνασθεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placabile placare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pizzicore (ουσ αρσ )
pizzicottare (ρ. μτβ.)
pizzicotto (ουσ αρσ )
pizzo (ουσ αρσ )
placabile (επίθ.)
placabilità (θηλ.ουσ)
placare (ρ. μτβ.)
placarsi (ρ.μ. (αντων.))
placca (θηλ.ουσ)
placcaggio (ουσ αρσ )
placcare (ρ. μτβ.)
placcato (επίθ.)
placcatore (ουσ αρσ )
placcatura (θηλ.ουσ)
placchetta (θηλ.ουσ)
placebo (ουσ αρσ )
placenta (θηλ.ουσ)
placentale (ουσ αρσ )
placentato (αρσ. επίθ και ουσ)
placentati (ουσ αρσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---