Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


placàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [plaˈkare]

1 ανακουφίζω
2 φέρνω ειρήνη
3 παρηγορώ
4 γαληνεύω
5 φέρνω ηρεμία
6 καλμάρω
7 συμφιλιώνω
8 καθησυχάζω
9 εξευμενίζω
10 ειρηνεύω
11 καταπραΰνω
12 ηρεμώ
13 πρααίνω
14 μαλακώνω

placarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [plaˈkarsi]

1 ησυχάζω
2 νηνεμώ
3 ηρεμώ
4 γαληνεύω
5 ανακτώ τη γαλήνη μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  placabilità placca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pizzicottare (ρ. μτβ.)
pizzicotto (ουσ αρσ )
pizzo (ουσ αρσ )
placabile (επίθ.)
placabilità (θηλ.ουσ)
placare (ρ. μτβ.)
placarsi (ρ.μ. (αντων.))
placca (θηλ.ουσ)
placcaggio (ουσ αρσ )
placcare (ρ. μτβ.)
placcato (επίθ.)
placcatore (ουσ αρσ )
placcatura (θηλ.ουσ)
placchetta (θηλ.ουσ)
placebo (ουσ αρσ )
placenta (θηλ.ουσ)
placentale (ουσ αρσ )
placentato (αρσ. επίθ και ουσ)
placentati (ουσ αρσ πληθ.)
placentazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---