Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόplaccàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [plakˈkato] 1 (dorato) επιχρυσωμένος (-η, -ο) 2 (argentato) εαργυρωμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |