Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pizzicàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkare]

(prudere) προκαλώ φαγούρα

pizzicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pittsiˈkare]

(dare un pizzico) τσιμπώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pizzicagnolo pizzicata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pizza (θηλ.ουσ)
pizzaiolo (ουσ αρσ )
pizzardone (ουσ αρσ )
pizzeria (θηλ.ουσ)
pizzicagnolo (ουσ αρσ )
pizzicare (ρ.αμτβ.)
pizzicare (ρ. μτβ.)
pizzicata (θηλ.ουσ)
pizzicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pizzicheria (θηλ.ουσ)
pizzichino (ουσ αρσ )
pizzico (ουσ αρσ )
pizzicore (ουσ αρσ )
pizzicottare (ρ. μτβ.)
pizzicotto (ουσ αρσ )
pizzo (ουσ αρσ )
placabile (επίθ.)
placabilità (θηλ.ουσ)
placare (ρ. μτβ.)
placarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---