Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pizzardóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pittsarˈdone]

1 μπάτσος
2 αστυνομικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pizzaiolo pizzeria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pivot (ουσ αρσ )
pizia (θηλ.ουσ)
pizio (κύρ.όν. αρσ.)
pizza (θηλ.ουσ)
pizzaiolo (ουσ αρσ )
pizzardone (ουσ αρσ )
pizzeria (θηλ.ουσ)
pizzicagnolo (ουσ αρσ )
pizzicare (ρ.αμτβ.)
pizzicare (ρ. μτβ.)
pizzicata (θηλ.ουσ)
pizzicato (αρσ. επίθ και ουσ)
pizzicheria (θηλ.ουσ)
pizzichino (ουσ αρσ )
pizzico (ουσ αρσ )
pizzicore (ουσ αρσ )
pizzicottare (ρ. μτβ.)
pizzicotto (ουσ αρσ )
pizzo (ουσ αρσ )
placabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---