Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpivière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piˈvjɛre] 1 βροχοπούλι Charadrius pluvialis 2 χαραδριός Charadrius pluvialis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |