Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piumóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pjuˈmoso], [pjuˈmozo]

1 πουπουλένιος
2 χνουδωτός
3 φτερωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piumosità piuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piumaio (ουσ αρσ )
piumato (επίθ.)
piumetta (θηλ.ουσ)
piumino (ουσ αρσ )
piumosità (θηλ.ουσ)
piumoso (επίθ.)
piuria (θηλ.ουσ)
piuttosto (επίρ.)
piva (θηλ.ουσ)
pivello (ουσ αρσ )
piviale (ουσ αρσ )
piviere (ουσ αρσ )
pivieressa (θηλ.ουσ)
pivot (ουσ αρσ )
pizia (θηλ.ουσ)
pizio (κύρ.όν. αρσ.)
pizza (θηλ.ουσ)
pizzaiolo (ουσ αρσ )
pizzardone (ουσ αρσ )
pizzeria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---