Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpittùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pitˈtura] arte η ζωγραφική permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpittura [θηλ.] fresca = προσοχή φρεσκοβαμμένο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |