Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiù
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpju] 1 οι περισσότεροι 2 το πλείστον 3 το μεγαλύτερο κομμάτι 4 το περισσότερο 5 συν (αριθμητικό) più επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpju] 1 περισσότερος 2 πλείστος 3 πιο 4 πιότερος 5 μερικός più πρόθεση Προσφορά I.P.A.: [ˈpju] 1 πέρα 2 εκτός più επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈpju] 1 πιο, περισσότερο 2 matematica συν permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpiù o meno = πάνω κάτω, περισσότερο ή λιγότερο || sempre più = ολοένα και περισσότερο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |