Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìsside
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpisside] 1 πυξίδιο 2 κουβούκλιο 3 κιβώριο (σκεύος εκκλησίας για την τοποθέτηση άρτου) 4 αρτοφόριο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |