Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pistàcchio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pisˈtakkjo]

το φιστίκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pistacchiata pistagna  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pistacchio [αρσ.] verde = το φυστίκι Αιγίνης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pispola (θηλ.ουσ)
pispolare (ρ.αμτβ.)
pisside (θηλ.ουσ)
pista (θηλ.ουσ)
pistacchiata (θηλ.ουσ)
pistacchio (αρσ. επίθ και ουσ)
pistagna (θηλ.ουσ)
pistillifero (επίθ.)
pistillo (ουσ αρσ )
pistola (θηλ.ουσ)
pistolero (ουσ αρσ )
pistolettata (θηλ.ουσ)
pistolotto (ουσ αρσ )
pistone (ουσ αρσ )
pitagora (ουσ αρσ )
pitagoricismo (ουσ αρσ )
pitagorico (αρσ. επίθ και ουσ)
pitagorista (ουσ αρσ και θηλ.)
pitale (ουσ αρσ )
pitecantropo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---