Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpìspola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpispola] 1 πουλί γένους anthus 2 σφύριγμα ξεγελάσματος των πουλιών (από κυνηγούς) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |