Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpisellàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piselˈlajo], [pizelˈlajo] 1 βραγιά με μπιζέλια 2 χωράφι με μπιζέλια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |