Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piscióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [piʃˈʃoso], [piʃˈʃozo]

κατουρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piscione piscivoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piscicoltura (θηλ.ουσ)
pisciforme (επίθ.)
piscina (θηλ.ουσ)
piscio (ουσ αρσ )
piscione (ουσ αρσ )
piscioso (επίθ.)
piscivoro (επίθ.)
pisellaia (θηλ.ουσ)
pisellaio (ουσ αρσ )
pisellata (θηλ.ουσ)
pisello (αρσ. επίθ και ουσ)
pisiforme (αρσ. επίθ και ουσ)
pisolare (ρ.αμτβ.)
pisolino (ουσ αρσ )
pisolo (ουσ αρσ )
pispola (θηλ.ουσ)
pispolare (ρ.αμτβ.)
pisside (θηλ.ουσ)
pista (θηλ.ουσ)
pistacchiata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---