Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiscióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [piʃˈʃone] 1 κατουρλιάρης 2 κατουρλής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |