Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiedipiàtti
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,pjɛdiˈpjatti] 1 αστυφύλακας 2 αστυνομικός 3 κάποιος με πλατυποδία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |