Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiède
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛde] το πόδι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa piedi = με τα πόδια || a piedi nudi = ξυπόλυτος || da capo a piedi = από την κορφή ως τα νύχια || dormire in piedi = κοιμάμαι όρθιος || in piedi = στο πόδι, όρθια || in punta di piedi = στις μύτες των ποδιών || mettere il piede in fallo = στραβοπατώ || stare in piedi = στέκομαι όρθιος, στέκομαι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |