Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piedrìtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pjɛˈdritto]

1 βάση γέφυρας
2 κολόνα τοίχου
3 κάθετη δοκός στήριξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piedistallo piega  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pied–à–terre (ουσ αρσ )
piede (ουσ αρσ )
piedino (ουσ αρσ )
piedipiatti (ουσ αρσ και θηλ.)
piedistallo (ουσ αρσ )
piedritto (ουσ αρσ )
piega (θηλ.ουσ)
piegabaffi (ουσ αρσ )
piegabile (επίθ.)
piegaciglia (ουσ αρσ )
piegaferro (ουσ αρσ )
piegafoglio (ουσ αρσ )
piegamento (ουσ αρσ )
piegare (ρ.αμτβ.)
piegare (ρ. μτβ.)
piegarsi (ρ.μ. (αντων.))
piegata (θηλ.ουσ)
piegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piegatrice (θηλ.ουσ)
piegatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---