Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiedrìtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pjɛˈdritto] 1 βάση γέφυρας 2 κολόνα τοίχου 3 κάθετη δοκός στήριξης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |