Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpiedìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pjeˈdino] 1 ποδαράκι συνδετήρα ηλεκτρονικού 2 το να ακουμπάς το ποδάρι κρυφά σε άλλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |