ItalianoGreco


pièga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpjɛga]

1 η πτυχή
2 (carta) το τσάκισμα
3 (gonna) η πιέτα
4 (pantaloni) η τσάκιση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


messa [θηλ.] in piega = το χτένισμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---