Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piegàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgare]

1 γέρνω (για πλοίο)
2 στρίβω
3 μπατάρω
4 γέρνω
5 κλίνω

piegàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgare]

1 (vestito, carta) διπλώνω
2 (gambe, braccia) λυγίζω
3 (testa) σκύβω

piegarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgarsi]

(chinarsi) υποκλίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piegamento piegata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piegabile (επίθ.)
piegaciglia (ουσ αρσ )
piegaferro (ουσ αρσ )
piegafoglio (ουσ αρσ )
piegamento (ουσ αρσ )
piegare (ρ.αμτβ.)
piegare (ρ. μτβ.)
piegarsi (ρ.μ. (αντων.))
piegata (θηλ.ουσ)
piegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piegatrice (θηλ.ουσ)
piegatura (θηλ.ουσ)
pieghettare (ρ. μτβ.)
pieghettatore (ουσ αρσ )
pieghettatrice (θηλ.ουσ)
pieghettatura (θηλ.ουσ)
pieghevole (ουσ αρσ )
pieghevole (επίθ.)
pieghevolezza (θηλ.ουσ)
pielite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---