ItalianoGreco


pieghevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjegevoˈlettsa]

1 υπακοή
2 ευελιξία
3 συμμόρφωση
4 ευπείθεια
5 υποχωρητικότητα
6 ευκαμψία
7 ελαστικότητα
8 προσαρμοστικότητα
9 ευλυγισία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---