Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pieghettatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pjegettaˈtore]

εργάτης που φτιάχνει πλισέ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pieghettare pieghettatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piegata (θηλ.ουσ)
piegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piegatrice (θηλ.ουσ)
piegatura (θηλ.ουσ)
pieghettare (ρ. μτβ.)
pieghettatore (ουσ αρσ )
pieghettatrice (θηλ.ουσ)
pieghettatura (θηλ.ουσ)
pieghevole (ουσ αρσ )
pieghevole (επίθ.)
pieghevolezza (θηλ.ουσ)
pielite (θηλ.ουσ)
pielografia (θηλ.ουσ)
piemia (θηλ.ουσ)
piemico (επίθ.)
Piemonte (ουσ αρσ )
piemontese (ουσ αρσ )
piemontese (επίθ.)
piena (θηλ.ουσ)
pienamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---