Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piegàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pjeˈgata]

1 πτυχή
2 πτύχωση
3 δίπλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piegarsi piegatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piegafoglio (ουσ αρσ )
piegamento (ουσ αρσ )
piegare (ρ.αμτβ.)
piegare (ρ. μτβ.)
piegarsi (ρ.μ. (αντων.))
piegata (θηλ.ουσ)
piegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
piegatrice (θηλ.ουσ)
piegatura (θηλ.ουσ)
pieghettare (ρ. μτβ.)
pieghettatore (ουσ αρσ )
pieghettatrice (θηλ.ουσ)
pieghettatura (θηλ.ουσ)
pieghevole (ουσ αρσ )
pieghevole (επίθ.)
pieghevolezza (θηλ.ουσ)
pielite (θηλ.ουσ)
pielografia (θηλ.ουσ)
piemia (θηλ.ουσ)
piemico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---