Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pidocchióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pidokˈkjoso], [pidokˈkjozo]

1 γύφτος
2 ακριβοχέρης
3 φιλάργυρος
4 δραχμοφονιάς
5 μίζερος
6 καρμίρης
7 εξηνταβελόνης
8 τσιγκούνης
9 γεμάτος ψείρες
10 ψειριάρης
11 ψωροπερήφανος
12 ψείρας
13 ψειρής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pidocchio pied–à–terre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

picosecondo (ουσ αρσ )
picrato (ουσ αρσ )
picrico (επίθ.)
pidocchieria (θηλ.ουσ)
pidocchio (ουσ αρσ )
pidocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pied–à–terre (ουσ αρσ )
piede (ουσ αρσ )
piedino (ουσ αρσ )
piedipiatti (ουσ αρσ και θηλ.)
piedistallo (ουσ αρσ )
piedritto (ουσ αρσ )
piega (θηλ.ουσ)
piegabaffi (ουσ αρσ )
piegabile (επίθ.)
piegaciglia (ουσ αρσ )
piegaferro (ουσ αρσ )
piegafoglio (ουσ αρσ )
piegamento (ουσ αρσ )
piegare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---