pidocchióso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [pidokˈkjoso], [pidokˈkjozo]
1 γύφτος
2 ακριβοχέρης
3 φιλάργυρος
4 δραχμοφονιάς
5 μίζερος
6 καρμίρης
7 εξηνταβελόνης
8 τσιγκούνης
9 γεμάτος ψείρες
10 ψειριάρης
11 ψωροπερήφανος
12 ψείρας
13 ψειρής
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [pidokˈkjoso], [pidokˈkjozo]
1 γύφτος
2 ακριβοχέρης
3 φιλάργυρος
4 δραχμοφονιάς
5 μίζερος
6 καρμίρης
7 εξηνταβελόνης
8 τσιγκούνης
9 γεμάτος ψείρες
10 ψειριάρης
11 ψωροπερήφανος
12 ψείρας
13 ψειρής
permalink
pidocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android