Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pidòcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [piˈdɔkkjo]

η ψείρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pidocchieria pidocchioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

picogrammo (ουσ αρσ )
picosecondo (ουσ αρσ )
picrato (ουσ αρσ )
picrico (επίθ.)
pidocchieria (θηλ.ουσ)
pidocchio (ουσ αρσ )
pidocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pied–à–terre (ουσ αρσ )
piede (ουσ αρσ )
piedino (ουσ αρσ )
piedipiatti (ουσ αρσ και θηλ.)
piedistallo (ουσ αρσ )
piedritto (ουσ αρσ )
piega (θηλ.ουσ)
piegabaffi (ουσ αρσ )
piegabile (επίθ.)
piegaciglia (ουσ αρσ )
piegaferro (ουσ αρσ )
piegafoglio (ουσ αρσ )
piegamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---