Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpicogràmmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pikoˈgrammo] πικογραμμάριο (δέκα στην -12 γραμμάρια) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |