Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pìceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpiʧeo]

1 θεοσκότεινος
2 μαύρος σαν κατράμι
3 πισσωτός
4 τρισκότεινος
5 με γυαλιστερό καφέ-μαύρο χρώμα
6 κατάμαυρος
7 μαύρος σαν τη πίσσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piccozza pickup  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piccone (ουσ αρσ )
picconiere (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ)
piccoso (αρσ. επίθ και ουσ)
piccozza (θηλ.ουσ)
piceo (επίθ.)
pickup (ουσ αρσ )
picnic (ουσ αρσ )
picnometro (ουσ αρσ )
picofarad (ουσ αρσ )
picogrammo (ουσ αρσ )
picosecondo (ουσ αρσ )
picrato (ουσ αρσ )
picrico (επίθ.)
pidocchieria (θηλ.ουσ)
pidocchio (ουσ αρσ )
pidocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pied–à–terre (ουσ αρσ )
piede (ουσ αρσ )
piedino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---