ItalianoGreco


pìceo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpiʧeo]

1 θεοσκότεινος
2 μαύρος σαν κατράμι
3 πισσωτός
4 τρισκότεινος
5 με γυαλιστερό καφέ-μαύρο χρώμα
6 κατάμαυρος
7 μαύρος σαν τη πίσσα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---