Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


picconière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pikkoˈnjɛre]

εργάτης που τσαπίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piccone piccosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

piccoloborghese (επίθ.)
picconare (ρ.αμτβ.)
picconare (ρ. μτβ.)
picconata (θηλ.ουσ)
piccone (ουσ αρσ )
picconiere (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ)
piccoso (αρσ. επίθ και ουσ)
piccozza (θηλ.ουσ)
piceo (επίθ.)
pickup (ουσ αρσ )
picnic (ουσ αρσ )
picnometro (ουσ αρσ )
picofarad (ουσ αρσ )
picogrammo (ουσ αρσ )
picosecondo (ουσ αρσ )
picrato (ουσ αρσ )
picrico (επίθ.)
pidocchieria (θηλ.ουσ)
pidocchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---