Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


piccóso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pikˈkoso], [pikˈkozo]

1 εύθικτος
2 κακότροπος
3 έτοιμος για καβγά
4 μυγιάγγιχτος
5 μικροφιλότιμος
6 τσαντίλας
7 δύστροπος
8 κακόκεφος
9 οξύθυμος
10 ευερέθιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  piccosità piccozza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

picconare (ρ. μτβ.)
picconata (θηλ.ουσ)
piccone (ουσ αρσ )
picconiere (ουσ αρσ )
piccosità (θηλ.ουσ)
piccoso (αρσ. επίθ και ουσ)
piccozza (θηλ.ουσ)
piceo (επίθ.)
pickup (ουσ αρσ )
picnic (ουσ αρσ )
picnometro (ουσ αρσ )
picofarad (ουσ αρσ )
picogrammo (ουσ αρσ )
picosecondo (ουσ αρσ )
picrato (ουσ αρσ )
picrico (επίθ.)
pidocchieria (θηλ.ουσ)
pidocchio (ουσ αρσ )
pidocchioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pied–à–terre (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---