maestà
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [maesˈta]
1 ηγεμονικότητα
2 μεγαλειότητα (τίτλος)
3 υπεροψία
4 λαμπρότητα
5 αξίωμα
6 μεγαλοπρέπεια
7 μεγαλείο
8 μεγαλειότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [maesˈta]
1 ηγεμονικότητα
2 μεγαλειότητα (τίτλος)
3 υπεροψία
4 λαμπρότητα
5 αξίωμα
6 μεγαλοπρέπεια
7 μεγαλείο
8 μεγαλειότητα
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
Sua Maestà [θηλ.] = Αυτού Μεγαλειότητα
maestà (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android