Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàga
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmaga] 1 ξεμυαλίστρα 2 σαγηνεύτρια 3 σειρήνα 4 μάγισσα 5 γόησσα 6 ξελογιάστρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |