ItalianoGreco


magazzinière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [magaddziˈnjɛre]

1 λιανοπωλητής
2 αποθηκάριος (στρατού)
3 εφοδιαστής (στρατού)
4 μαγαζάτορας
5 αποθηκάριος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---