Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maggiolìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈlino]

1 έπιπλο με ένθετη διακόσμηση
2 σκαθάρι melolontha melolontha


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maggiolata maggiorana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggese (ουσ αρσ )
maggese (επίθ.)
maggio (ουσ αρσ )
maggiociondolo (ουσ αρσ )
maggiolata (θηλ.ουσ)
maggiolino (ουσ αρσ )
maggiorana (θηλ.ουσ)
maggioranza (θηλ.ουσ)
maggiorare (ρ. μτβ.)
maggiorascato (ουσ αρσ )
maggiorasco (ουσ αρσ )
maggiorata (θηλ.ουσ)
maggiorato (επίθ.)
maggiorazione (θηλ.ουσ)
maggiordomo (ουσ αρσ )
maggiore (ουσ αρσ )
maggiore (επίθ.)
maggiorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
maggiorenne (επίθ.)
maggiorente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---