Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmaggiorazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [madʤoratˈtsjone] 1 αύξηση 2 προσαύξηση 3 επαύξηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |