Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


maggioràsco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [madʤoˈrasko]

περιουσία που ανήκει στον πρωτότοκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  maggiorascato maggiorata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggiolino (ουσ αρσ )
maggiorana (θηλ.ουσ)
maggioranza (θηλ.ουσ)
maggiorare (ρ. μτβ.)
maggiorascato (ουσ αρσ )
maggiorasco (ουσ αρσ )
maggiorata (θηλ.ουσ)
maggiorato (επίθ.)
maggiorazione (θηλ.ουσ)
maggiordomo (ουσ αρσ )
maggiore (ουσ αρσ )
maggiore (επίθ.)
maggiorenne (ουσ αρσ και θηλ.)
maggiorenne (επίθ.)
maggiorente (ουσ αρσ )
maggiorità (θηλ.ουσ)
maggioritario (αρσ. επίθ και ουσ)
maggiormente (επίρ.)
magia (θηλ.ουσ)
magiaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---