Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magiàro, màgiaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈʤaro], [ˈmaʤaro]

1 Μαγυάρος
2 Ούγγρος

magiàro, màgiaro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maˈʤaro], [ˈmaʤaro]

ουγγρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magia magicamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggiorente (ουσ αρσ )
maggiorità (θηλ.ουσ)
maggioritario (αρσ. επίθ και ουσ)
maggiormente (επίρ.)
magia (θηλ.ουσ)
magiaro (ουσ αρσ )
magiaro (επίθ.)
magicamente (επίρ.)
magico (επίθ.)
magio (ουσ αρσ )
magione (θηλ.ουσ)
magiostrina (θηλ.ουσ)
magistero (ουσ αρσ )
magistrale (επίθ.)
magistralmente (επίρ.)
magistrato (ουσ αρσ )
magistratura (θηλ.ουσ)
maglia (θηλ.ουσ)
magliaia (θηλ.ουσ)
magliaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---