Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magliàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maʎˈʎaro]

πραματευτής πλανόδιος που πουλά κυρίως ρούχα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magliaia maglieria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magistralmente (επίρ.)
magistrato (ουσ αρσ )
magistratura (θηλ.ουσ)
maglia (θηλ.ουσ)
magliaia (θηλ.ουσ)
magliaro (ουσ αρσ )
maglieria (θηλ.ουσ)
maglietta (θηλ.ουσ)
maglificio (ουσ αρσ )
maglio (ουσ αρσ )
magliolo (ουσ αρσ )
maglione (ουσ αρσ )
magma (ουσ αρσ )
magmatico (επίθ.)
magnaccia (ουσ αρσ )
magnanimamente (επίρ.)
magnanimità (θηλ.ουσ)
magnanimo (επίθ.)
magnano (ουσ αρσ )
magnate (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---