Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmàglia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmaʎʎa] 1 το πλεχτό 2 (maglione) το πουλόβερ 3 (maglietta) η μπλούζα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαlavorare a maglia = πλέκω || maglia [θηλ.] a girocollo = η μπλούζα || maglia [θηλ.] di lana = το μάλλινο, η φανέλα, η μαλλινή μπλούζα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |