Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magnàte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maɲˈɲate]

1 ζάπλουτος
2 μυριόπλουτος
3 βαρόνος
4 μεγαλοεπιχειρηματίας
5 άρχοντας
6 μεγαλοπαράγοντας
7 πάμπλουτος
8 μεγιστάνας
9 βαθύπλουτος
10 τσιφλικάς
11 μεγαλοκτηματίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magnano magnatizio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnaccia (ουσ αρσ )
magnanimamente (επίρ.)
magnanimità (θηλ.ουσ)
magnanimo (επίθ.)
magnano (ουσ αρσ )
magnate (ουσ αρσ )
magnatizio (επίθ.)
magnesia (θηλ.ουσ)
magnesiaco (επίθ.)
magnesico (επίθ.)
magnesio (ουσ αρσ )
magnesite (θηλ.ουσ)
magnete (ουσ αρσ )
magnetico (επίθ.)
magnetismo (ουσ αρσ )
magnetite (θηλ.ουσ)
magnetizzabile (επίθ.)
magnetizzare (ρ. μτβ.)
magnetizzatore (ουσ αρσ )
magnetizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---