ItalianoGreco


magnàte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maɲˈɲate]

1 ζάπλουτος
2 μυριόπλουτος
3 βαρόνος
4 μεγαλοεπιχειρηματίας
5 άρχοντας
6 μεγαλοπαράγοντας
7 πάμπλουτος
8 μεγιστάνας
9 βαθύπλουτος
10 τσιφλικάς
11 μεγαλοκτηματίας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---