Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magnèsia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maɲˈɲɛzja]

1 οξείδιο του μαγνησίου
2 μαγνησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magnatizio magnesiaco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnanimità (θηλ.ουσ)
magnanimo (επίθ.)
magnano (ουσ αρσ )
magnate (ουσ αρσ )
magnatizio (επίθ.)
magnesia (θηλ.ουσ)
magnesiaco (επίθ.)
magnesico (επίθ.)
magnesio (ουσ αρσ )
magnesite (θηλ.ουσ)
magnete (ουσ αρσ )
magnetico (επίθ.)
magnetismo (ουσ αρσ )
magnetite (θηλ.ουσ)
magnetizzabile (επίθ.)
magnetizzare (ρ. μτβ.)
magnetizzatore (ουσ αρσ )
magnetizzazione (θηλ.ουσ)
magnetochimica (θηλ.ουσ)
magnetoelettrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---