Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magnetizzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maɲɲetiddzaˈtore]

Μαγνητιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magnetizzare magnetizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

magnetico (επίθ.)
magnetismo (ουσ αρσ )
magnetite (θηλ.ουσ)
magnetizzabile (επίθ.)
magnetizzare (ρ. μτβ.)
magnetizzatore (ουσ αρσ )
magnetizzazione (θηλ.ουσ)
magnetochimica (θηλ.ουσ)
magnetoelettrico (επίθ.)
magnetofono (ουσ αρσ )
magnetografo (ουσ αρσ )
magnetoidrodinamica (θηλ.ουσ)
magnetoidrodinamico (επίθ.)
magnetolettore (ουσ αρσ )
magnetolettura (θηλ.ουσ)
magnetometria (θηλ.ουσ)
magnetometro (ουσ αρσ )
magnetomotore (επίθ.)
magnetone (ουσ αρσ )
magnetoottica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---