Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


magicaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [maʤikaˈmente]

1 μαγευτικά
2 μαγικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  magiaro magico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maggioritario (αρσ. επίθ και ουσ)
maggiormente (επίρ.)
magia (θηλ.ουσ)
magiaro (ουσ αρσ )
magiaro (επίθ.)
magicamente (επίρ.)
magico (επίθ.)
magio (ουσ αρσ )
magione (θηλ.ουσ)
magiostrina (θηλ.ουσ)
magistero (ουσ αρσ )
magistrale (επίθ.)
magistralmente (επίρ.)
magistrato (ουσ αρσ )
magistratura (θηλ.ουσ)
maglia (θηλ.ουσ)
magliaia (θηλ.ουσ)
magliaro (ουσ αρσ )
maglieria (θηλ.ουσ)
maglietta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---